ναλέτης

ναλέτης
ο, θηλ. -ισσα, ουδ. -ικο
(για πρόσ.) δύστροπος, άνθρωπος με δύστροπο χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. nalet].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ναλέτης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα ουδ. ικο ο δύστροπος, ο κακότροπος, ο ανάποδος, αλλ. τζαναμπέτης, στραβόξυλο: Παράτα τον, είναι ναλέτης αυτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναλετιάζω — [ναλέτης] συμπεριφέρομαι δύστροπα, σαν ναλέτης …   Dictionary of Greek

  • ναλετιά — η [ναλέτης] η ιδιότητα ή η συμπεριφορά τού ναλέτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”